κραδοφάγος

κραδοφάγος
κραδοφάγος, -ον (Α)
1. αυτός που τρώγει τα βλαστάρια τής συκιάς
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κραδοφάγος
κραδοπώλης*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράδη «βλαστός συκιάς» + -φάγος < θ. φαγ- (πρβλ. -φαγ-ον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κραδοφάγος — eating the young branches of the fig tree masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραδοφάγοι — κραδοφάγος eating the young branches of the fig tree masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράδη — Μηχάνημα που χρησιμοποιούσαν στο αρχαίο ελληνικό θέατρο, πιθανότατα στις τραγωδίες, για την ανύψωση των ηθοποιών που υποδύονταν τους θεούς. * * * κράδη, ἡ (Α) 1. το ανώτατο άκρο τού κλαδιού, το κλωνάρι, το βλαστάρι («τέττιγες... ἐπὶ τῶν κραδῶν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”